International Inter-Religious Symposium, co-organized with the Holy Cross Greek Orthodox School of Theology and the Department of Theology of AUTH (14-15 June 2013)
The meetings of the Symposium took place in the Hall of the Faculty meetings of the Theological School of AUTH, the amphitheatre "Panteleimon Papageorgiou" in the premises of CEMES in the Holy Monastery of Agia Theodora and the Hall of Lectures of the Holy Diocese of Thessaloniki.
The papers were all publishe in the official scientific Journal of the Church of Greece, THOLOGIA vol 84, issues 2 and 4, 2013), and intependently by CEMES (see publications 5)
Here is the official program of the Symposium.
The papers were all publishe in the official scientific Journal of the Church of Greece, THOLOGIA vol 84, issues 2 and 4, 2013), and intependently by CEMES (see publications 5)
Here is the official program of the Symposium.
The Introductory Adress to the Symposium by the Vice-President of CEMES,
Emeritus Professor of AUTH Petros Vassiliadis
Emeritus Professor of AUTH Petros Vassiliadis
«Οἱ Προκαθήμενοι καί οἱ Ἀντιπρόσωποι τῶν Ἁγιωτάτων Ὀρθοδόξων Ἐκκλησιῶν (αναφέρεται στο Μήνυμα της 12/10/2008 § 13γ) … ἐπαναβεβαιοῦμεν…τήν ἐπιθυμίαν ἡμῶν ὅπως, παρά τάς οἱασδήποτε δυσκολίας, συνεχίσωμεν τούς θεολογικούς διαλόγους μετά τῶν λοιπῶν Χριστιανῶν, ὡς καί τούς διαθρησκειακούς διαλόγους, ἰδιαιτέρως μετά τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ καί τοῦ Ἰσλάμ, δοθέντος ὅτι ὁ διάλογος ἀποτελεῖ τόν μόνον τρόπον ἐπιλύσεως τῶν μεταξύ τῶν ἀνθρώπων διαφορῶν, ἰδιαιτέρως εἰς μίαν ἐποχήν, ὡς ἡ σημερινή, κατά τήν ὁποίαν αἱ παντοῖαι διαιρέσεις, περιλαμβανομένων καί ἐκείνων ἐν ὀνόματι τῆς θρησκείας, ἀπειλοῦν τήν εἰρήνην καί ἑνότητα τῶν ἀνθρώπων».
Με αφορμή αυτή την ρητή διαβεβαίωση, αλλά και τον προβληματισμό που δημιουργήθηκε, ακόμη και στον επιστημονικό κόσμο, πέρσι τέτοιο καιρό το τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, από κοινού με τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, διοργάνωσαν επιστημονική ημερίδα με θέμα ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ. Στόχος εκείνης της εκδήλωσης ήταν η διερεύνηση του προβλήματος της ύπαρξης, αλλά και η υπεύθυνη αντιμετώπιση, των σύγχρονων ζωντανών θρησκευμάτων. Οι επιστημονικές απόψεις που κατατέθηκαν με τις εισηγήσεις, αλλά και τις κάθε μορφής παρεμβάσεις των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής, μας οδήγησαν στην απόφαση περαιτέρω διερεύνησης του θέματος σε μεταπτυχιακό επίπεδο καθόλη την περασμένη ακαδημαϊκή χρονιά. Μετά από μια καρποφόρα ακαδημαϊκή χρονιά αποφασίσαμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα και να αγγίξουμε την καρδιά του σύγχρονου ιεραποστολικού προβληματισμού, που δεν είναι άλλος από την ανάγκη ή δυνατότητα διατύπωσης μιας θεολογίας των θρησκειών. Η φιλοδοξία μας βέβαια περιορίζεται στην εξέταση του θέματος από την οπτική γωνία της Ορθόδοξης παράδοσης, μελετώντας όμως και την εμπειρία των άλλων χριστιανών.
Αν ο διαθρησκειακός διάλογος επιβεβαιώνεται σε ανώτερο Ορθόδοξο επίπεδο (όπως διατυπώθηκε στο τελευταίο μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών) και εμφανίζεται στις μέρες μας ως αδήριτη αναγκαιότητα σε αυστηρά επιστημονικό, πολιτικό, και κοινωνικό επίπεδο, δεν συμβαίνει το ίδιο και σε θεολογικό, και κυρίως ιεραποστολικό επίπεδο. Ιδιαίτερα στον χώρο της χριστιανικής ιεραποστολής ο διαθρησκειακός διάλογος ως τμήμα και μεθοδολογία της χριστιανικής μαρτυρίας, συνάντησε από την πρώτη κιόλας στιγμή τεράστιες αντιδράσεις.
Στο περσινό συμπόσιο αποδείξαμε:
- ότι ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή, ότι «όλες οι θρησκείες είναι οι ίδιες».
- ότι η ενασχόληση μ’ αυτόν δεν υπονομεύει την καθολικότητα και την αλήθεια της Εκκλησίας.
- ότι δεν αναιρείται η πίστη της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός είναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιω 14:6).
- ότι δεν σχετικοποιείται η ομολογία των αποστόλων, ότι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ 4:12).
- ότι η έμφαση στον διαθρησκειακό διάλογο δεν θέτει στο περιθώριο τον διαχριστιανικό διάλογο.
- ότι ένας τέτοιος διάλογος δεν οδηγεί στο συγκρητισμό, όπως εκφράστηκε επίσημα από τον παραδοσιακό προτεσταντικό χώρο, και συνεχίζει να εκφράζεται μέχρι και σήμερα από τις ακραίες παραφυάδες του, και φυσικά επαναλαμβάνεται άκριτα και από ημετέρους ου κατ επίγνωσιν ζηλωτές της πίστεώς μας.
Επίσης στο περσινό συμπόσιο διαπιστώσαμε:
- πως ο διαθρησκειακός διάλογος, ως τμήμα της σύγχρονης χριστιανικής μαρτυρίας, δεν είναι απλά ένας ακαδημαϊκός διάλογος (inter-religious dialogue), ούτε σχετίζεται με την συγκριτική θρησκειολογία, αλλά διάλογος και επικοινωνία με τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων (inter-faith dialogue).
- πως ο διάλογος μεταξύ των μονοθεϊστικών θρησκειών δεν πρέπει να οδηγεί σε συγκρότηση ενός αντι-νεωτερικού μετώπου, όπως διακηρύχτηκε τον προπερασμένο αιώνα, το 1893 στην επίσημη δήλωση: «to unite all religions against irreligion», στο αφελές πείραμα του Σικάγου με απώτερο στόχο την συνένωση των θρησκειών με την μορφή ενός Παγκόσμιου Κοινοβουλίου των Θρησκειών, και την δημιουργία από τις συντηρητικές δυνάμεις της τότε αμερικανικής «αφύπνισης» ενός μετώπου ενάντια στη νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση.
Επίσης στο περσινό συμπόσιο επιβεβαιώσαμε το μήνυμα των προκαθημένων
-ότι ως «Ὀρθόδοξοι χριστιανοί συμμεριζόμεθα μετά τῶν ἄλλων, θρησκευομένων ἤ μή ἀνθρώπων τοῦ πλανήτου, τήν εὐθύνην διὰ τὴν σύγχρονον κρίσιν, διότι ἠνέχθημεν ἤ συνεβιβάσθημεν ἀκρίτως καί πρός ἀκραίας ἐπιλογάς τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν ἀξιόπιστον ἀντιπαράθεσιν πρός αὐτάς τοῦ λόγου τῆς πίστεως» (§ 6).
-ότι «τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν διευρύνεται δραματικῶς ἐξ αἰτίας τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία εἶναι συνήθως ἀποτέλεσμα μανιακῆς κερδοσκοπίας ἐκ μέρους οἰκονομικῶν παραγόντων καί στρεβλῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία, στερουμένη ἀνθρωπολογικῆς διαστάσεως καί εὐαισθησίας, δέν ἐξυπηρετεῖ, τελικῶς, τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος», ( § 8).
Είναι γνωστό σε όλους αυτό που ο Ηans Küng διατύπωσε ως αξιωματική θέση: ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στον κόσμο, αν δεν υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών», και ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών αν δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ τους». Άλλωστε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα αντιμετωπίζει ο κόσμος δεν μπορούν να επιλυθούν μεμονωμένα από οποιαδήποτε μεμονωμένη θρησκευτική παράδοση. Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν μια πνευματικότητα που δεν είναι σεχταριστική, αλλά ολιστική, μια πνευματικότητα (όπως πιστεύουμε είναι η Ορθόδοξη) που ανοίγει τις καρδιές στους άλλους και δεν δημιουργεί έχθρα για τους άλλους, ακόμη και θρησκευτική και θεολογική αντιδικία με τους άλλους.
Οι πάντες σήμερα αναμένουν από τις θρησκευτικές κοινότητες να συμβάλουν στην ευημερία του κόσμου, και δεν ανέχονται οι θρησκείες να αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα διαίρεσης, μια ακόμα δύναμη κατακερματισμού. Προσδοκούν απ’ αυτές να είναι πηγή συμφιλίωσης και θεραπείας, και από τους χριστιανούς να καταθέτουν την μαρτυρία τους ως οι κατ’ εξοχήν «διάκονοι της καταλλαγής», αφού «τὰ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς» (Β΄ Κορ 5,18). Στο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο που συνήλθε το 2005 στην Αθήνα η ιεραποστολή ως κοινή χριστιανική μαρτυρία, και κυρίως ως διακονία τῆς καταλλαγῆς, προβλήθηκε.
Παρ’ όλες τις διαφορές και παρ’ όλη την ποικιλομορφία τους οι θρησκείες είναι αδιανόητο να μη συνεργάζονται για τη δημιουργία μιας πανανθρώπινης οικογένειας, που επιτέλους θα ζει με ειρήνη και αρμονία. Με την τεράστια μάλιστα απήχηση που έχουν στα λαϊκά στρώματα μόνον αυτές μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην διατήρηση της ακεραιότητας της δημιουργίας. Αυτός είναι ο στόχος του διαθρησκειακού διαλόγου, αυτόν προβάλλει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, με σημείο μάλιστα αιχμής την διατήρηση της ακεραιότητας της κτιστής δημιουργίας, και αυτό για τους χριστιανούς, ιδιαίτερα μάλιστα για τους Ορθοδόξους δεν μπορεί να είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα.
Αυτή όμως η αδήριτη αναγκαιότητα δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη στο παγκόσμιο χριστιανικό ιεραποστολικό κίνημα. Για 50 και πλέον χρόνια τόσο σε πολυμερές, όσο και σε αυστηρά ομολογιακό, επίπεδο οι χριστιανοί ήταν αρνητικά διακείμενοι στην αποδοχή του διαθρησκειακού διαλόγου ως θεμιτό «ιεραποστολικό παράδειγμα». Ήταν ο Ορθόδοξος μητροπολίτης του Όρους του Λιβάνου Georges Khodr που πρώτος κατά την δεκαετία του ‘70 υποστήριξε με πάθος την αναγκαιότητά του, με βάση την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος». Υπογράμμισε πως μια χριστοκεντρική θεολογία διαχωρίζει το Χριστό από το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Πέρα από την υποστατική αυτονομία του Πνεύματος, υπογράμμισε ότι η έλευση του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο δεν είναι υποδεέστερη από αυτή του Υιού, αλλά ούτε και μια απλή λειτουργία του Λόγου. Ανάμεσα στην «οικονομία του Υιού» και την «οικονομία του Πνεύματος υπάρχει μια αμοιβαιότητα. Από τη στιγμή που το Πνεύμα «όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8) δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, υποστήριζε, τις μη-χριστιανικές θρησκείες ως σημεία στα οποία επενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Ο Khodr θεωρούσε πως το κύριο ιεραποστολικό μας έργο είναι «να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Χριστού όπως αυτά γίνονται αισθητά στις σκιές των άλλων θρησκειών» (Ο Δρ. Θ. κ. Δημητριάδης θα μας πει περισσότερα γι’ αυτό το θέμα).
Με την συμβολή της Ορθόδοξης πνευματολογίας άρχισε σε ευρύτερο διαχριστιανικό επίπεδο να διευρύνεται το θεολογικό όραμα και να αλλάζει ριζικά η έννοια της χριστιανικής μαρτυρίας με τις ποικίλες μορφές ιεραποστολικής δράσης. Εξ ου και οι σπασμωδικές αντιδράσεις τόσο των ακραίων συντηρητικών προτεσταντικών ομάδων, όσο και μερικών εκ αυτοαποκαλούμενων γνήσιων ή υπερ-ορθοδόξων. Προβάλλει, λοιπόν, επιτακτικό το ερώτημα: ποια είναι τα όρια της εν Χριστώ σωτηρίας; Είναι δυνατόν να νομιμοποιούνται έστω και κατ’ ελάχιστον τα άλλα ζωντανά θρησκεύματα; Τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία υπάρχουν στοιχεία που κατοχυρώνουν την αντίληψη θεώρησης των άλλων θρησκειών ως ανθρώπινων κατασκευών, αλλά και μαρτυρίες που ενώ αναγνωρίζουν το Χριστό ως τον μοναδικό σωτήρα του κόσμου και την εκκλησία του ως κιβωτό σωτηρίας, αναγνωρίζουν τη σωστική παρουσία του Θεού και πέραν των ορίων της Εκκλησίας, κυρίως με βάση την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος», παράλληλα βέβαια και στον ίδιο βαθμό με την «οικονομία του Υιού. Από θεολογικής απόψεως, και κυρίως στα πλαίσια της Ορθόδοξης παράδοσης, είναι δυνατή μία σύνθεση των δύο αυτών θέσεων, που αποτελούν εξ ίσου ουσιαστικά στοιχεία της χριστιανικής πίστεως; Η Ορθόδοξη θεολογία θα πρέπει να βασίζεται στην καθολικότητα της χριστιανικής παράδοσης, ή σε επιλεκτικά στοιχεία που τις περισσότερες φορές αντανακλούν προσωπικές φοβίες και ιδεολογικές συντηρητικές ή φιλελεύθερες αντιλήψεις; Σε τελευταία ανάλυση, είναι δυνατή, θεμιτή, ή εφικτή μια θεολογία των θρησκειών;
Με αφορμή αυτή την ρητή διαβεβαίωση, αλλά και τον προβληματισμό που δημιουργήθηκε, ακόμη και στον επιστημονικό κόσμο, πέρσι τέτοιο καιρό το τμήμα Θεολογίας του ΑΠΘ, από κοινού με τη Θεολογική Σχολή του Τιμίου Σταυρού, διοργάνωσαν επιστημονική ημερίδα με θέμα ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΙΑΚΟΣ ΔΙΑΛΟΓΟΣ & ΣΥΓΧΡΟΝΑ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΑ. Στόχος εκείνης της εκδήλωσης ήταν η διερεύνηση του προβλήματος της ύπαρξης, αλλά και η υπεύθυνη αντιμετώπιση, των σύγχρονων ζωντανών θρησκευμάτων. Οι επιστημονικές απόψεις που κατατέθηκαν με τις εισηγήσεις, αλλά και τις κάθε μορφής παρεμβάσεις των καθηγητών της Θεολογικής Σχολής, μας οδήγησαν στην απόφαση περαιτέρω διερεύνησης του θέματος σε μεταπτυχιακό επίπεδο καθόλη την περασμένη ακαδημαϊκή χρονιά. Μετά από μια καρποφόρα ακαδημαϊκή χρονιά αποφασίσαμε να προχωρήσουμε ένα βήμα πιο πέρα και να αγγίξουμε την καρδιά του σύγχρονου ιεραποστολικού προβληματισμού, που δεν είναι άλλος από την ανάγκη ή δυνατότητα διατύπωσης μιας θεολογίας των θρησκειών. Η φιλοδοξία μας βέβαια περιορίζεται στην εξέταση του θέματος από την οπτική γωνία της Ορθόδοξης παράδοσης, μελετώντας όμως και την εμπειρία των άλλων χριστιανών.
Αν ο διαθρησκειακός διάλογος επιβεβαιώνεται σε ανώτερο Ορθόδοξο επίπεδο (όπως διατυπώθηκε στο τελευταίο μήνυμα των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών) και εμφανίζεται στις μέρες μας ως αδήριτη αναγκαιότητα σε αυστηρά επιστημονικό, πολιτικό, και κοινωνικό επίπεδο, δεν συμβαίνει το ίδιο και σε θεολογικό, και κυρίως ιεραποστολικό επίπεδο. Ιδιαίτερα στον χώρο της χριστιανικής ιεραποστολής ο διαθρησκειακός διάλογος ως τμήμα και μεθοδολογία της χριστιανικής μαρτυρίας, συνάντησε από την πρώτη κιόλας στιγμή τεράστιες αντιδράσεις.
Στο περσινό συμπόσιο αποδείξαμε:
- ότι ο διαθρησκειακός διάλογος δεν αποτελεί μια σιωπηρή αποδοχή, ότι «όλες οι θρησκείες είναι οι ίδιες».
- ότι η ενασχόληση μ’ αυτόν δεν υπονομεύει την καθολικότητα και την αλήθεια της Εκκλησίας.
- ότι δεν αναιρείται η πίστη της Εκκλησίας, ότι ο Χριστός είναι «ἡ ὁδὸς καὶ ἡ ἀλήθεια καὶ ἡ ζωή» (Ιω 14:6).
- ότι δεν σχετικοποιείται η ομολογία των αποστόλων, ότι «οὐκ ἔστιν ἐν ἄλλῳ οὐδενὶ ἡ σωτηρία· οὐδὲ γὰρ ὄνομά ἐστιν ἕτερον ὑπὸ τὸν οὐρανὸν τὸ δεδομένον ἐν ἀνθρώποις ἐν ᾧ δεῖ σωθῆναι ἡμᾶς» (Πραξ 4:12).
- ότι η έμφαση στον διαθρησκειακό διάλογο δεν θέτει στο περιθώριο τον διαχριστιανικό διάλογο.
- ότι ένας τέτοιος διάλογος δεν οδηγεί στο συγκρητισμό, όπως εκφράστηκε επίσημα από τον παραδοσιακό προτεσταντικό χώρο, και συνεχίζει να εκφράζεται μέχρι και σήμερα από τις ακραίες παραφυάδες του, και φυσικά επαναλαμβάνεται άκριτα και από ημετέρους ου κατ επίγνωσιν ζηλωτές της πίστεώς μας.
Επίσης στο περσινό συμπόσιο διαπιστώσαμε:
- πως ο διαθρησκειακός διάλογος, ως τμήμα της σύγχρονης χριστιανικής μαρτυρίας, δεν είναι απλά ένας ακαδημαϊκός διάλογος (inter-religious dialogue), ούτε σχετίζεται με την συγκριτική θρησκειολογία, αλλά διάλογος και επικοινωνία με τους πιστούς των άλλων ζωντανών θρησκευμάτων (inter-faith dialogue).
- πως ο διάλογος μεταξύ των μονοθεϊστικών θρησκειών δεν πρέπει να οδηγεί σε συγκρότηση ενός αντι-νεωτερικού μετώπου, όπως διακηρύχτηκε τον προπερασμένο αιώνα, το 1893 στην επίσημη δήλωση: «to unite all religions against irreligion», στο αφελές πείραμα του Σικάγου με απώτερο στόχο την συνένωση των θρησκειών με την μορφή ενός Παγκόσμιου Κοινοβουλίου των Θρησκειών, και την δημιουργία από τις συντηρητικές δυνάμεις της τότε αμερικανικής «αφύπνισης» ενός μετώπου ενάντια στη νεωτερικότητα και την εκκοσμίκευση.
Επίσης στο περσινό συμπόσιο επιβεβαιώσαμε το μήνυμα των προκαθημένων
-ότι ως «Ὀρθόδοξοι χριστιανοί συμμεριζόμεθα μετά τῶν ἄλλων, θρησκευομένων ἤ μή ἀνθρώπων τοῦ πλανήτου, τήν εὐθύνην διὰ τὴν σύγχρονον κρίσιν, διότι ἠνέχθημεν ἤ συνεβιβάσθημεν ἀκρίτως καί πρός ἀκραίας ἐπιλογάς τοῦ ἀνθρώπου χωρίς τήν ἀξιόπιστον ἀντιπαράθεσιν πρός αὐτάς τοῦ λόγου τῆς πίστεως» (§ 6).
-ότι «τό χάσμα μεταξύ πλουσίων καί πτωχῶν διευρύνεται δραματικῶς ἐξ αἰτίας τῆς οἰκονομικῆς κρίσεως, ἡ ὁποία εἶναι συνήθως ἀποτέλεσμα μανιακῆς κερδοσκοπίας ἐκ μέρους οἰκονομικῶν παραγόντων καί στρεβλῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος, ἡ ὁποία, στερουμένη ἀνθρωπολογικῆς διαστάσεως καί εὐαισθησίας, δέν ἐξυπηρετεῖ, τελικῶς, τάς πραγματικάς ἀνάγκας τῆς ἀνθρωπότητος», ( § 8).
Είναι γνωστό σε όλους αυτό που ο Ηans Küng διατύπωσε ως αξιωματική θέση: ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη στον κόσμο, αν δεν υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών», και ότι «δεν μπορεί να υπάρξει ειρήνη μεταξύ των θρησκειών αν δεν υπάρχει διάλογος μεταξύ τους». Άλλωστε τα προβλήματα που αντιμετωπίζει σήμερα αντιμετωπίζει ο κόσμος δεν μπορούν να επιλυθούν μεμονωμένα από οποιαδήποτε μεμονωμένη θρησκευτική παράδοση. Στις μέρες μας όλο και περισσότεροι άνθρωποι αναζητούν μια πνευματικότητα που δεν είναι σεχταριστική, αλλά ολιστική, μια πνευματικότητα (όπως πιστεύουμε είναι η Ορθόδοξη) που ανοίγει τις καρδιές στους άλλους και δεν δημιουργεί έχθρα για τους άλλους, ακόμη και θρησκευτική και θεολογική αντιδικία με τους άλλους.
Οι πάντες σήμερα αναμένουν από τις θρησκευτικές κοινότητες να συμβάλουν στην ευημερία του κόσμου, και δεν ανέχονται οι θρησκείες να αποτελούν έναν ακόμη παράγοντα διαίρεσης, μια ακόμα δύναμη κατακερματισμού. Προσδοκούν απ’ αυτές να είναι πηγή συμφιλίωσης και θεραπείας, και από τους χριστιανούς να καταθέτουν την μαρτυρία τους ως οι κατ’ εξοχήν «διάκονοι της καταλλαγής», αφού «τὰ πάντα ἐκ τοῦ Θεοῦ τοῦ καταλλάξαντος ἡμᾶς ἑαυτῷ διὰ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ καὶ δόντος ἡμῖν τὴν διακονίαν τῆς καταλλαγῆς» (Β΄ Κορ 5,18). Στο παγκόσμιο ιεραποστολικό συνέδριο που συνήλθε το 2005 στην Αθήνα η ιεραποστολή ως κοινή χριστιανική μαρτυρία, και κυρίως ως διακονία τῆς καταλλαγῆς, προβλήθηκε.
Παρ’ όλες τις διαφορές και παρ’ όλη την ποικιλομορφία τους οι θρησκείες είναι αδιανόητο να μη συνεργάζονται για τη δημιουργία μιας πανανθρώπινης οικογένειας, που επιτέλους θα ζει με ειρήνη και αρμονία. Με την τεράστια μάλιστα απήχηση που έχουν στα λαϊκά στρώματα μόνον αυτές μπορούν να συμβάλουν αποφασιστικά στην διατήρηση της ακεραιότητας της δημιουργίας. Αυτός είναι ο στόχος του διαθρησκειακού διαλόγου, αυτόν προβάλλει ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ. Βαρθολομαίος, με σημείο μάλιστα αιχμής την διατήρηση της ακεραιότητας της κτιστής δημιουργίας, και αυτό για τους χριστιανούς, ιδιαίτερα μάλιστα για τους Ορθοδόξους δεν μπορεί να είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα.
Αυτή όμως η αδήριτη αναγκαιότητα δεν ήταν πάντοτε αυτονόητη στο παγκόσμιο χριστιανικό ιεραποστολικό κίνημα. Για 50 και πλέον χρόνια τόσο σε πολυμερές, όσο και σε αυστηρά ομολογιακό, επίπεδο οι χριστιανοί ήταν αρνητικά διακείμενοι στην αποδοχή του διαθρησκειακού διαλόγου ως θεμιτό «ιεραποστολικό παράδειγμα». Ήταν ο Ορθόδοξος μητροπολίτης του Όρους του Λιβάνου Georges Khodr που πρώτος κατά την δεκαετία του ‘70 υποστήριξε με πάθος την αναγκαιότητά του, με βάση την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος». Υπογράμμισε πως μια χριστοκεντρική θεολογία διαχωρίζει το Χριστό από το μυστήριο της Αγίας Τριάδος. Πέρα από την υποστατική αυτονομία του Πνεύματος, υπογράμμισε ότι η έλευση του Αγίου Πνεύματος στον κόσμο δεν είναι υποδεέστερη από αυτή του Υιού, αλλά ούτε και μια απλή λειτουργία του Λόγου. Ανάμεσα στην «οικονομία του Υιού» και την «οικονομία του Πνεύματος υπάρχει μια αμοιβαιότητα. Από τη στιγμή που το Πνεύμα «όπου θέλει πνει» (Ιω. 3,8) δεν μπορούμε να αποκλείσουμε, υποστήριζε, τις μη-χριστιανικές θρησκείες ως σημεία στα οποία επενεργεί το Άγιο Πνεύμα. Ο Khodr θεωρούσε πως το κύριο ιεραποστολικό μας έργο είναι «να ακολουθήσουμε τα ίχνη του Χριστού όπως αυτά γίνονται αισθητά στις σκιές των άλλων θρησκειών» (Ο Δρ. Θ. κ. Δημητριάδης θα μας πει περισσότερα γι’ αυτό το θέμα).
Με την συμβολή της Ορθόδοξης πνευματολογίας άρχισε σε ευρύτερο διαχριστιανικό επίπεδο να διευρύνεται το θεολογικό όραμα και να αλλάζει ριζικά η έννοια της χριστιανικής μαρτυρίας με τις ποικίλες μορφές ιεραποστολικής δράσης. Εξ ου και οι σπασμωδικές αντιδράσεις τόσο των ακραίων συντηρητικών προτεσταντικών ομάδων, όσο και μερικών εκ αυτοαποκαλούμενων γνήσιων ή υπερ-ορθοδόξων. Προβάλλει, λοιπόν, επιτακτικό το ερώτημα: ποια είναι τα όρια της εν Χριστώ σωτηρίας; Είναι δυνατόν να νομιμοποιούνται έστω και κατ’ ελάχιστον τα άλλα ζωντανά θρησκεύματα; Τόσο στην Αγία Γραφή όσο και στην πρωτοχριστιανική Εκκλησία υπάρχουν στοιχεία που κατοχυρώνουν την αντίληψη θεώρησης των άλλων θρησκειών ως ανθρώπινων κατασκευών, αλλά και μαρτυρίες που ενώ αναγνωρίζουν το Χριστό ως τον μοναδικό σωτήρα του κόσμου και την εκκλησία του ως κιβωτό σωτηρίας, αναγνωρίζουν τη σωστική παρουσία του Θεού και πέραν των ορίων της Εκκλησίας, κυρίως με βάση την «οικονομία του Αγίου Πνεύματος», παράλληλα βέβαια και στον ίδιο βαθμό με την «οικονομία του Υιού. Από θεολογικής απόψεως, και κυρίως στα πλαίσια της Ορθόδοξης παράδοσης, είναι δυνατή μία σύνθεση των δύο αυτών θέσεων, που αποτελούν εξ ίσου ουσιαστικά στοιχεία της χριστιανικής πίστεως; Η Ορθόδοξη θεολογία θα πρέπει να βασίζεται στην καθολικότητα της χριστιανικής παράδοσης, ή σε επιλεκτικά στοιχεία που τις περισσότερες φορές αντανακλούν προσωπικές φοβίες και ιδεολογικές συντηρητικές ή φιλελεύθερες αντιλήψεις; Σε τελευταία ανάλυση, είναι δυνατή, θεμιτή, ή εφικτή μια θεολογία των θρησκειών;
THE FINAL COMMUNIQUÉ AT THE END OF THE SYMPOSIUM: "ORTHODOX APPROACH FOR A THEOLOGY OF RELIGIONS"
Given the affirmation of the Orthodox engagement in the inter-faith dialogues, expressed in a high ranking document of the Eastern Orthodox Church, such as the Synod of the Primates of the Orthodox Churches (see Message of their 2008 Synod), but also the “paradigm shift” in world mission toward an inter-faith dialogue, and in particular on the basis of a theological contribution by the Orthodox, the articulation, positive or negative, of an Orthodox "theology of religions" constitutes a responsibility of the Orthodox academic community to the Orthodox Church.
On the basis of the above explicit affirmation, as well as the theological concern of such a shift in world mission, expressed in the academic world, the Department of Theology of Aristotle University of Thessaloniki, Greece (AUTH), jointly with the Theological Faculty of Holy Cross Orthodox Theological School, Boston USA (HC), and the Centre for Ecumenical, Missiological and Environmental Studies "Metropolitan Panteleimon Papageorgiou" (CEMES), organised a series of scientific consultations aiming: (a) at the investigation of the problem of existence of, but also the responsible approach to, the living world religions (symposium 11.5.2012); and (b) at the heart of the contemporary theological missiological thinking, i.e. the need or the possibility of an articulation of a "theology of religions" (symposium 14-15.2013).
The thematic occupied also the concern of a post-graduate seminar on the subject at the Department of Theology of AUTH during the past academic year. Although the ambition of these scientific efforts was a scholarly research from the point of view of the Orthodox theology, they did not omit to also deal with the experience on the subject of other Christians.
From the conclusions of these consultations, organised by members of the WCC (emeritus prof. Petros Vassiliadis, former CWME commissioner and currently member of the PWE group, prof. Georgios Martzelos, member of the Central Committee, and Rev. prof. Emmanuel Clapsis, former Faith and Order chairman), most important are the following:
- Participation in the inter-faith dialogue does not mean acceptance that "all religions are the same".
- It does not undermine the universality of the truth of the Church, nor does it reverse her faith that Christ is "the way, the truth and the life " (Jn 14:6), and the apostles’ belief that "there is salvation in no one else, for there is no other name under heaven given among mortals by which we must be saved" (Acts 4:12).
- The inter-faith dialogue does not endanger the fate of the inter-Christian dialogue, nor does it leads to syncretism.
- In accordance with the contemporary Christian mission theology the inter-faith dialogue is not simply an academic dialogue (inter-religious dialogue), neither is it related to a “comparative religion”; it is a dialogue with the faithful of the other living religions (inter-faith dialogue), and it should not lead to an anti-modern front.
The Orthodox faithful at the exercise of the imperative of mission should appear as reconciling and healing agents, and render their witness as "servants of reconciliation", according to the biblical demand ”that God has reconciled us in Jesus Christ and gave us the ministry of reconciliation" (II Kor 5:18).
This research effort examined in-depth the limits of “salvation in Christ”, and whether the other living religions are even legitimised at a minimal level. On the basis of the reciprocity that exists between the "economy of the Son" and the "economy of the Holy Spirit", who "blows where s/he wills" (Jn. 3:8), it was investigated if one can exclude the other religions as points which the Holy Spirit acts upon. The research projected, however, the spectrum of theological investigation of the subject beyond Pneumatology to Christology, underlining that the theology of the "spermatikos logos" can constitute the foundation of a healthy Orthodox theology of religions that goes beyond the tension between exclusivism and inclusivism. It also underlined the prospects of the various "covenants" in the O.T., and the Gospel reports, with their climax in the parable of the last judgement (the magna Charta of Christianity), and mainly the teaching of Christ on aphesis, and the universality of the salvation in Christ as it is expressed in such biblical texts as the one presenting the descent of the resurrected Christ to the hell to teach all humankind.
The symposia came to the general conclusion, that both in the Bible and in the Patristic tradition there are elements that present the other religions as human constructions, but there are also other testimonies that while recognize Christ as the unique saviour of the world and his church as the ark of salvation, they accept the saving presence of God beyond the boundaries of the Church. From a theological perspective, and especially within the frame of the Orthodox tradition, it was argued that a synthesis of the two positions is possible; after all they constitute equally substantial elements of our Christian faith. For this reason any Orthodox formulation of a theology of religions should be based on the catholicity of the Christian tradition and not on selective elements that in most cases reflect personal phobias and ideological conservative or liberal perceptions.
As a final conclusion it was considered that from the viewpoint of Orthodox theology a "theology of religions" is possible, feasible, but also legitimate; it requires however further scientific theological investigation.
The totality of the scholarly papers of these international Orthodox inter-faith consultations will be published in the second issue of the 2013 scholarly journal of the Church of Greece "Theologia”, and will be submitted accordingly to the Ecumenical Patriarchate and the Church of Greece.
From the Organizing Committee
*Φωτογραφικά στιγμιότυπα από το Συμπόσιο
Copyright © CEMES 2014